ENΔEIKTIKEΣ ΠHΓEΣ

Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 27-41:

Κι εσύ Πέρση, βάλε τα αυτά στην ψυχή σου και να μη σου τραβάει την ψυχή απ' τη δουλειά η κακόχαρη Έριδα και ζητώντας μαλώματα, να κάθεσαι ν' ακούς στην αγορά. Γιατί λίγο τον νοιάζουν οι διαφορές κι η αγορά όποιον δεν έχει βιος για τη χρονιά του στην εποχή του, αυτό που φέρνει η γη, το σπόρο της Δήμητρας. Όταν αυτόν το χορτάσεις, τις διαφορές και την αμάχη σήκωνε για τα ξένα πράγματα. Δεύτερη πια φορά δε θα μπορείς αυτό να το κάνεις· λοιπόν ας λύσουμε εδώ τη διαφορά μας με ίσες κρισοδικίες, που είν' απ' το Δία οι πιο καλές. Γιατί είχαμε μοιράσει την κληρονομιά μας, αλλά τα πιο πολλά τ' άρπαξες και τα πήρες πολύ φουσκώνοντας το καμάρι των βασιλιάδων μας των δωροφάγων, που τέτοια δίκη τους αρέσει να δικάσουν. Οι ανόητοι, δεν ξέρουν πόσο είναι πιο πολύ το μισό απ' το ολόκληρο, ούτε πόση ωφέλεια βρίσκεται στη μολόχα και στον ασφόδελο.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.



Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 202-212:

Και τώρα ένα μύθο για τους βασιλιάδες θα πω, που τον νιώθουν κι αυτοί· έτσι μίλησε τα γεράκι στο ποικιλόλαιμο αηδόνι, πολύ ψηλά στα σύννεφα κρατώντας το αρπαγμένο στα νύχια του· κι αυτό παραπονεμένα, στα γαμψά τρυπημένο νύχια θρηνούσε· και σ' αυτό δεσποτικά είπε: "Kακόμοιρο, τι λαλάς; Σε κρατάει τώρα πολύ καλύτερός σου· εκεί θα πας, όπου σε πάω εγώ, κι ας είσαι τραγουδιστής· και δείπνο μου θα σε κάνω, αν θέλω, ή θα σ' αφήσω, κι είναι ανόητος όποιος θέλει ν' αντιπαλεύει τους ανώτερούς του· γιατί και τη νίκη χάνει, κι εκτός απ' τις ντροπές, τυραννιέται". Έτσι είπε το γοργόφτερο γεράκι, το πλατύφτερο πουλί.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.



Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 220-247:

Κι οδύρεται η Δίκη όταν σέρνεται, όπου την πάνε οι άνθρωποι οι δωροφάγοι και κρίνουν το δίκιο με στρεβλές δίκες. Κι αυτή ακολουθεί κλαίγοντας στην πόλη και στους τόπους του λαού ντυμένη ομίχλη, φέρνοντας κακό στους ανθρώπους που θα τη διώξουν και δεν τη μοίρασαν ίσα. Όποιοι όμως τις κρισοδικίες στους ξένους και στους ντόπιους δίνουν ίσα και καθόλου απ' το δίκιο δε βγαίνουν, αυτών η πόλη θάλλει κι ο λαός σ' αυτήν ανθίζει· η ειρήνη είναι στη γη τους νεοτρόφα και ποτέ σ' αυτούς τον πικρό πόλεμο δεν αποφασίζει ο πανόπτης Δίας· και ποτέ στους δίκαιους άντρες δεν έρχεται η πείνα και το κακό, και στα συμπόσια χαίρονται τα φροντισμένα τους έργα. Σ' αυτούς η γη φέρνει πολύ βιος και στα βουνά η βελανιδιά στην κορφή φέρνει βελανίδια και στη μέση μέλισσες· και τα πυκνόμαλλα πρόβατα είναι βαριά απ' το μαλλί· και γεννούν οι γυναίκες παιδιά που μοιάζουν στους γονιούς τους· και θάλλουν αδιάκοπα απ' τ' αγαθά· και στα καράβια δεν ταξιδεύουν, αλλά τον καρπό φέρνει η ζωοδότρα γη. Μα όποιους κάνουν το άδικο κακό και τ' άθλια έργα, σ' αυτούς τιμωρία ο γιος του Κρόνου αποφασίζει πανόπτης Δίας. Πολλές φορές κι ολόκληρη η πόλη τυραννιέται απ' τον κακό άντρα που κριματίζει και μηχανεύεται ανόσια. Σ' αυτούς απ' τον ουρανό κακό μεγάλο ρίχνει ο γιος του Κρόνου, πείνα μαζί και θανατικό· και χάνεται ο λαός. Ούτε γεννάνε τα παιδιά, κι αδυνατούν τα σπιτικά απ' τη βούληση του Ολύμπιου Δία· κι άλλοτε πάλι ή μεγάλο στρατό τους αφανίζει ή το τείχος, ή τα καράβια τους στον πόντο ο γιος του Κρόνου θερίζει.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.



Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 255-269:

Κι είναι η παρθένα Δίκη, η γεννημένη απ' το Δία, τιμημένη και σεβαστή των θεών, που έχουν τον Όλυμπο, κι όταν βλάπτει κανείς στρεβλά κατηγορώντας, αμέσως κοντά στον πατέρα της το Δία καθίζοντας, το γιο του Κρόνου, τραγουδάει τον άδικο νου των ανθρώπων, ώσπου να πληρώσει ο τόπος τις ανοσιότητες των βασιλιάδων, που έχοντας κακό νου πάνε στραβά τις δίκες στρεβλά δικάζοντας. Απ' αυτά φυλαχτείτε, βασιλιάδες, και δικάζετε ίσα τις δίκες, δωροφάγοι, και τις στρεβλές δίκες ολότελα ξεχάστε. Στον εαυτό του φτιάνει κακά ο άνθρωπος που φτιάνει κακά στον άλλο, κι η κακή τύχη γι' αυτόν που τη μηχανεύτηκε είναι η πιο κακή. Όλα βλέποντάς τα το μάτι του Δία κι όλα νιώθοντας, κι αυτά, αν το θέλει, τα βλέπει και δεν του ξεφεύγει, ποιο δίκιο κι η πόλη αυτή μέσα της κλείνει.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.



Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 349-352:

Μέτρα καλά τι παίρνεις απ' το γείτονα και σωστά να το ξαναδίνεις με το ίδιο μέτρο και καλύτερο αν μπορείς, έτσι που αν βρεθείς σε ανάγκη στο μέλλον να το βρεις ακούμπημα. Μην κερδίζεις κακά· τα κακά κέρδη είναι ζημιές.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.



Ησίοδος, Θεογονία, 81-93:

Όποιον τιμήσουν οι κόρες του μεγάλου Δία και τον δουν να γεννιέται, απ' τους διοθρεμμένους βασιλιάδες, πάνω στη γλώσσα του χύνουν γλυκιά δροσιά, κι απ' το στόμα του κυλούν γαλήνια λόγια· κι ο λαός όλος αυτόν κοιτάει που ξεχωρίζει το σωστό με δίκαια κρίση· κι αυτός σταθερά μιλώντας αμέσως παύει με γνώση και το μεγάλο μάλωμα· αυτό είναι οι βασιλιάδες μυαλωμένοι, γιατί για το λαό, όταν τον βλάπτουνε στη αγορά, γυρνούν το έργο στους φταίχτες εύκολα, πείθοντάς τον με μαλακά λόγια. Κι όταν πηγαίνει στη συνάθροιση, τον εξευμενίζουν σα θεό μ' αιδώ μαλακτική· και ξεχωρίζει ανάμεσα στους μαζεμένους· αυτό είναι των Μουσών το ιερό δώρο στους ανθρώπους.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.



Θουκυδίδης, Ιστοριών, 1.12.4:

Με δυσκολία, κι ύστερα από πολλά χρόνια, η Ελλάδα ησύχασε οριστικά, σταμάτησαν οι αναγκαστικές μετακινήσεις και μπόρεσε έτσι να ιδρύσει αποικίες. Οι Αθηναίοι αποίκισαν τις ιωνικές πόλεις και τα περισσότερα νησιά. Οι Πελοποννήσιοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά μέρη της Ιταλίας και της Σικελίας και σε μερικά της υπόλοιπης Ελλάδας. Όλες αυτές οι αποικίες ιδρύθηκαν μετά τα Τρωικά.
Μετάφραση: Αν. Γεωργοπαπαδάκος, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992.



Όμηρος, Ιλιάς, Β 198-206:

Μ' απ' το χοντρό λαό όποιον έπιανε μπροστά του να φωνάζει,
με το ραβδί τον καταχέριζε και τον απόπαιρνε έτσι:
"Ξεμυαλισμένε! Κάθου φρόνιμα και γρίκα και τους άλλους
τι λεν, που στέκουνται πιο πάνω σου. Μα εσύ κιοτής κι ανάξιος!
κι ουδέ στη μάχη ουδέ στη σύναξη ποτέ σε λογαριάζουν.
Όλοι οι Αχαιοί μαθές θα κάνουμε τους αφεντάδες τώρα;
Το πολυβασιλίκι είναι άσκημο! Ένας ας είναι ο αφέντης,
ένας ο ρήγας, σ' όποιον έδωκε του πονηρού του Κρόνου
ο γιος ραβδί και νόμους, πάνω τους σα βασιλιάς να ορίζει".
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Δ 257-264:

"Περίσσια, Ιδομενέα, στον πόλεμο και στις δουλειές τις άλλες
απ' όλους τους γοργαλογάρηδες Αργίτες σε δοξάζω,
για σύντας τρώμε κι αξετίμητο, φλoγάτο απ' τα κροντήρια
κερνούν κρασί, να πίνουν οι άρχοντες οι πρώτοι απ' τους Αργίτες.
Κι αν πίνουν οι άλλοι μακρομάλληδες Αργίτες το δικό τους
καθένας, όμως σένα η κούπα σου σαν τη δικιά μου στέκει
ξέχειλη πάντα, όσο που ρέγεται να 'χει να πιει η καρδιά σου.
Ομπρός λοιπόν στη μάχη, δείξε μας ποιος είσαι, ως το καυκιέσαι."
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Ι 68-76:

[...] μα εσύ ξεκίνα πρώτος,
υγιέ του Ατρέα, τι εσύ κι απ' όλους μας πιο βασιλιάς λογιέσαι·
και στρώσε τάβλες για τους γέροντες· περίσσια αυτό πρεπό σου·
κρασί γιομάτα είν' τα καλύβια σου, που αργίτικα καράβια
ολημερίς περνούν το πέλαγο και φέρνουν απ' τη Θράκη·
κι είναι δικό σου κάθε φίλεμα, τι σε πολλούς ορίζεις.
Κι ως συναχτούμε τόσοι γέροντες, θ' ακούσεις όποιον δώκει
την πιο καλή βουλή· τι σ' όλους μας βαριά πλακώνει ανάγκη
από σωστή βουλή και φρόνιμη [...]
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Σ 497-508:

Κι οι άντρες στη σύναξη εμαζώνουνταν, πλήθος μεγάλο, κι είχε
καβγάς ανάψει· δυο τους μάλωναν για κάποιου σκοτωμένου
την ξαγορά· κι ο πρώτος φώναζε κι ορκίζουνταν στους άλλους
πως είχε ξεπλερώσει, ο δεύτερος πως τίποτα δεν πήρε.
Και σε κριτή κι οι δυο τους γύρευαν να παν να βγάλει κρίση.
Κι ο κόσμος εμοιράστη κι έπαιρνε και των δυονώ το μέρος·
κι οι κράχτες να κρατήσουν πάλευαν τον κόσμο, κι οι γερόντοι
στα μαγλινά πεζούλια εκάθιζαν, στο άγιο το αλώνι μέσα·
κι από τους κράχτες τους βροντόλαλους ραβδιά στα χέρια επαίρναν,
κι αυτά κρατώντας εσηκώνουνταν να κρίνουν ένας ένας.
Κι ήταν στη μέση εκεί δυο τάλαντα χρυσάφι απιθωμένο,
όποιος απ' όλους φρονιμότερα μιλούσε να το πάρει.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, α 224-226:

Μόν' έλα τώρα, δώσ' μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
τι είναι το γλέντι αυτό κι η μάζωξη; γιατί το κάνεις; γάμος,
γιορτή 'ναι; τι δε μοιάζει να 'χετε συντροφικό τραπέζι.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, β 138-142:

Κι ατοί σας όμως αν συχύζεστε γι' αυτά που εδώ γινόνται,
το αρχοντικό μου αφήστε, φύγετε, γνοιαστείτε γι' άλλες τάβλες,
και συναλλάζοντας τα σπίτια σας από το βιος σας τρώτε!
Ξον πιο συφερτικό αν το κρίνετε πως είναι και πιο δίκιο
το βιος ν' αφανιστεί αξεπλέρωτο μονάχα ενός ανθρώπου.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, θ 26-45:

"Ακούστε, Φαίακες, πρωτοστάτορες και πρωτοκεφαλάδες,
το τι η καρδιά στα στήθη μ' έσπρωξε να πω: παραδαρμένος
από τη Δύση για απ' τ' ανάτελα του γήλιου ο ξένος τούτος
στο σπίτι μου ήρθε τώρα ανέγνωρος· ποιος είναι δεν κατέχω.
Ζητά να τον καλοστρατίσουμε, μα σιγουριά γυρεύει.
Εμείς ό,τι ποθεί ας του δώσουμε, καθώς το συνηθάμε.
Ποιος ήρθε σπίτι μου και του 'λειψε το καλοστράτισμά μας;
ποιος έμεινε καιρό στον τόπο μας να κλαίει την ερημιά του;
Ελάτε, μαύρο, πρωτοτάξιδο να ρίξουμε καράβι
στο κύμα το άγιο, να διαλέξουμε και νιους ανάμεσό μας,
πενήντα δυο, να 'ναι οι καλύτεροι, πιο πριν δοκιμασμένοι.
Και πιάστε στους σκαρμούς να δέσετε με τάξη τα κουπιά σας
κι εβγάτε πάλι· δίχως άργητα μετά στο αρχοντικό μου
το γιόμα να γνοιαστείτε· οι τάβλες μου σας καρτερούνε πλούσιες.
Αυτά προστάζω εγώ στους άγουρους· οι άλλοι γοργά ας κινήσουν,
βασιλοράβδι όσοι στα χέρια τους κρατούν, για τ' όμορφό μου
παλάτι· θέλω να φιλέψουμε τον ξένο· μη μου πείτε
κανείς σας όχι. Το Δημόδοκο, το θείο τον τραγουδάρη,
φωνάχτε ακόμα· τι του χάρισε κάποιος θεός να φραίνει
με το τραγούδι του, όπως του 'ρχεται να τραγουδήσει ο πόθος".
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, θ 581-586:

"Μήπως μπροστά στην Τροία σκοτώθηκε κανείς απ' τους δικούς σου,
γαμπρός για πεθερός αντρόψυχος; τι αυτοί μαθές απ' όλους,
μετά απ' το σόι μας και το γαίμα μας, οι πιο δικοί μας είναι.
Για κι έχεις χάσει κάποιο σύντροφο που σου 'χε αγάπη κι ήταν
αντρόψυχος; Κανείς δεν έβαλε πιο κάτω απ' αδερφό του
ποτέ το σύντροφο, που βρέθηκε μυαλό και γνώση να 'χει".
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ι 5-10:

'Aλλη αναγάλλια εγώ τρανότερη δεν ξέρω, μόνο να 'χει
ο κόσμος όλος σε ξεφάντωση στρωθεί, κι οι καλεσμένοι
στο αρχονταρίκι ν' αφουγκράζουνται το θείο τον τραγουδάρη,
γραμμή καθούμενοι· και δίπλα τους γεμάτα τα τραπέζια
ψωμί και κρέατα· κι ανασέρνοντας κρασί από το κροντήρι
να τρέχει ο κεραστής στις κούπες του να το κερνάει, να πίνουν.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, λ 184-187:

[...] τα μετόχια
τα ορίζει ανέγνοιος ο Τηλέμαχος, και στα τραπέζια παίρνει
το μερτικό που πρέπει ο κύβερνος κι ο κρισολόγος να 'χει·
γιατί όλοι τον καλνούν [...]
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, λ 488-491:

Ας τα, Οδυσσέα τρανέ, κι ο θάνατος δεν παίρνει παρηγόρια!
Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος
σε αφέντη που 'χασε τον κλήρο του κι είναι το βιος του λίγο,
παρά ολωνών εδώ των άψυχων νεκρών ο ρήγας να 'μαι.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ξ 5-28:

Μπρος στην καλύβα του τον πέτυχε καθούμενο, και γύρα
χτισμένον έβλεπες αυλότοιχο, στο ξέφαντο, μεγάλο,
ψηλό, πανέμορφο· σαν έφυγεν ο ρήγας του, τον είχεν
ο θείος χοιροβοσκός μοναχός του σηκώσει για τους χοίρους,
χωρίς η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης να το ξέρουν,
από τις πέτρες που κουβάλησε· κι είχε ψηλά καρφώσει
αγριαχλαδιάς κλωνάρια, κι έξωθε πυκνά παλούκια μπήξει
ως πέρα από βαλανιδόκλαρα, τη φλούδα βγάζοντάς τους.
Και στην αυλή είχε μάντρες δώδεκα μια πλάι στην άλλη χτίσει,
να' χουν οι χοίροι να κοιτάζουνται· στην κάθε μια βρισκόνταν
μαζί πενήντα χαμωκύλιστες γουρούνες μαντρισμένες,
γεννούσες, θηλυκές. Τ' αρσενικά πλαγιάζαν όξω κι ήταν
πολύ πιο λίγα· τι τ' αφάνιζαν οι ισόθεοι τρώγοντάς τα
μνηστήρες· κι όλο και τους έστελνε τον πιο καλό του χοίρο
ο θείος χοιροβοσκός, διαλέγοντας απ' τα παχιά θρεφτάρια.
Αρσενικά γι' αυτό του απόμεναν τρακόσια εξήντα μόνο.
Ίδια θεριά κοντά τους τέσσερα σκυλιά κοιμόνταν πάντα,
που ο θείος χοιροβοσκός τ' ανάστησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος.
Την ώρα εκείνη δέρμα κόβοντας καλόχρωμο, βοδίσιο,
στα πόδια του σαντάλια εταίριαζεν· οι άλλοι βοσκοί είχαν φύγει
άλλος γι' αλλού, ξοπίσω παίρνοντας των χοίρων τα κοπάδια,
οι τρεις· τι είχε μαθές τον τέταρτο σταλμένο στανικώς του
στην πολιτεία, να πάει στους πέρφανους μνηστήρες ένα χοίρο,
για να τον σφάξουν, να χορτάσουνε με κρέατα την καρδιά τους.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ξ 59-67:

[...] Και τι καλύτερο μπορεί να κάνει ο δούλος,
που ο φόβος τον κρατεί ακατάπαυτα, σαν έχει νιους αφέντες,
ως τούτοι; Μα εκεινού του βάσκαναν οι αθάνατοι το δρόμο.
Θα με αγαπούσε αυτός, θα μ' έκανε και μένα νοικοκύρη,
σπίτι και κλήρο και μιαν όμορφη γυναίκα δίνοντάς μου,
όσα ο καλός αφέντης χάρισε στο δούλο του σπιτιού του,
που δούλεψε πολύ κι ένα θεός του πρόκοψε το μόχτο,
καθώς επρόκοψε κι ο μόχτος μου σε τούτα εδώ που κάνω.
Πολύ θα μου 'στεκεν ο αφέντης μου, τα γερατιά αν το βρίσκαν
εδώ, μα εχάθη [...]
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ξ 199-212:

Απ' την πλατιά την Κρήτη πέτουμαι πως η γενιά μου σέρνει·
πλούσιος ο κύρης μου, που ανάσταινε κι είχε γεννήσει κι άλλους
πολλούς στο σπίτι γιους· το ταίρι του τους είχε γεννημένα
-γνήσιους υγιούς· κι ήταν η μάνα μου συγκόρμισσά του μόνο
αγοραστή, μα δε με χώριζεν απ' τους υγιούς τους άλλους
καθόλου ο γιος του Υλάκου, ο Κάστορας -τι είμαι σπορά δικιά του.
Στην Κρήτη τότε σαν αθάνατο τόνε τιμούσε ο κόσμος
για τ' αγαθά του και τα πλούτη του και τους παράξιους γιους του.
Μα σύντας πια τον πήραν κι έφυγαν του Κάτω Κόσμου οι Λάμιες,
στον 'Aδη να τον παν, διαμοίρασαν το βιος του βάζοντάς το
τ' άλλα τ' αδέρφια μου τα πέρφανα σε κλήρο· μόνο εμένα
απ' τ' αγαθά του λίγα μου 'δωκαν κι ένα μονάχα σπίτι.
Κι όμως την κόρη εγώ παντρεύτηκα τρανών νοικοκυραίων
για την αξία μου· φυγοπόλεμος κι ανούφελος δεν ήμουν
μαθές καθόλου· κι όμως χάθηκαν τα πάντα πια για μένα!
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ξ 449-452:

στερνά ψωμί ο Μεσαύλιος μοίρασε· τον είχε αγορασμένο
ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του, κι είχε απ' το βιος του δώσει,
τότε απ' την Τάφο που τον έπαιρνε, σαν πια είχε φύγει ο ρήγας,
χωρίς να το προστάξει η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ο 196-198:

Η αγάπη που 'χαν οι πατέρες μας μας έχει σμίξει ως φίλους
αποξαρχής, καμάρι το 'χουμε· μα η στράτα αυτή πιο ακόμα
-είμαστε δα και συνομήλικοι- θα δέσει τη φιλιά μας.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ο 363-370:

τι ήταν ατή της που μ' ανάστησε με τη μακρομαντούσα
μαζί Χτιμένη, τη μικρότερη μες στα παιδιά της όλα,
κι ούτε και τόσο στην αγάπη της ξεχώριζε τους δυο μας.
Μα ως φούντωσε όλο χάρη η νιότη μας, την όμορφη Χτιμένη
στη Σάμη την παντρέψαν, παίρνοντας και μυριοπλούσια δώρα,
και μένα εκείνη, ρούχα ως μου 'δωκε, και κάπα και χιτώνα,
πανέμορφα, και για τα πόδια μου σαντάλια, στα χωράφια
να μείνω μ' έστειλε, και πιότερην ακόμα αγάπη μου 'χε.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ρ 382-387:

ποιος είναι αυτός που πάει γυρεύοντας να κουβαλήσει ξένο;
ξον να 'χει ανάγκη από την τέχνη του, για μαντολόγο κάποιον,
απ΄τους θεϊκούς τους τραγουδάρηδες, που φραίνουν τραγουδώντας.
Μονάχα αυτούς μαθές στην άμετρη τη γης φωνάζει ο κόσμος.
Ζητιάνο ποιος ποτέ προσκάλεσε, για να του φάει το βιος του;
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, σ 357-364:

"Θα 'θελες, ξένε, αν το αποφάσιζα, να μπεις στη δούλεψή μου,
μακριά στα ξώμερα -κι η ρόγα σου θα 'ναι αρκετή- λιθάρια
να κουβαλάς για φράχτες, τρίψηλα να μου φυτεύεις δέντρα;
Ολοχρονίς ψωμί θα σου 'δινα, να τρως την πάσα μέρα,
και για τα ρούχα σου θα γνοιάζομουν και για την ποδεμή σου.
Όμως κακόμαθες, δε σου 'ρχεται να πιάσεις να δουλεύεις·
το' χεις καλύτερο, την άπατη κοιλιά σου για να θρέψεις,
να τριγυρίζεις ζητιανεύοντας σκυφτός μπροστά στον κόσμο."
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, τ 134-135:

Γι' αυτό για ξένους πια δεν γνοιάζουμαι μηδέ για ικέτες, μήτε
γι' αυτούς που στου λαού τη δούλεψη κρατιούνται -για τους κράχτες.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.