A
|
|
Αγγαρεία: υποχρεωτική παροχή υπηρεσιών από τους αγρότες
στον κύριό τους χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Ακρόστιχο: βυζαντινής προέλευσης ετήσιος έγγειος
φόρος που κατέβαλλαν οι αγρότες στον κύριό τους.
Άνθρωπος απλής υποτέλειας (homines plani homagii): φεουδαρχικός
όρος που αναφέρεται στους χαμηλότερους στην ιεραρχία φεουδάρχες. Στην
κατηγορία αυτή είχαν ενσωματωθεί και οι βυζαντινοί άρχοντες.
Άρθρα ή Καταστατικά (Els Capitols de la Companyia): ο
νομικός κώδικας που εφαρμόστηκε στο καταλανικό δουκάτο των Αθηνών, βασισμένος
στα Συνήθεια της Βαρκελώνης.
Ασσίζες Ρωμανίας: νομικός κώδικας που ίσχυε
στις φραγκοκρατούμενες περιοχές και ρύθμιζε τις φεουδαρχικές σχέσεις.
Αυτοκρατορία Νίκαιας: το βυζαντινό κράτος "σε
εξορία" που ιδρύθηκε στη Μικρά Ασία με έδρα τη Νίκαια, μετά την κατάληψη
της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους.
|
Β |
Βάιλοι: α) εκπρόσωποι του Καρόλου
Α' Ανδεγαυού στο πριγκιπάτο της Αχαΐας μετά το θάνατο του Γουλιέλμου Β'
Βιλλεαρδουίνου.
β) βενετός διοικητής στην Εύβοια.
Βασσάλοι (vassalli): φεουδαρχικός όρος για τους υποτελείς.
Βιλλάνοι (villani): δυτικός όρος για τους προσκολλημένους
στη γη αγρότες και εξαρτημένους από τον κύριό τους (seigneur). Ο όρος
αυτός μεταφέρθηκε και στις φραγκοκρατούμενες περιοχές για να αποδώσει
τους έλληνες αγρότες.
Βουργήσιος (burgensis, bourgeois): αρχικά, ο κάτοικος
του οχυρού (burgus). Αργότερα, αναφέρεται στους κατοίκους των πόλεων.
Buticularius: αξιωματικός, υπεύθυνος των βασιλικών
αμπελώνων στη Δύση. Σημαντικός αξιωματούχος στη λατινική Κωνσταντινούπολη,
με στρατιωτικές αρμοδιότητες.
|
Γ |
Cancellarius: βλ. καγκελάριος.
Cittadini: οι κάτοικοι των πόλεων.
Collachium: το βόρειο τμήμα της πόλης της Ρόδου, στο
οποίο κατοικούν αποκλειστικά οι ιππότες.
Constabularius, comestabulus, connetable (κοντόσταυλος): ανώτερος
αξιωματούχος με στρατιωτικές αρμοδιότητες στη Λατινική Αυτοκρατορία της
Κωνσταντινούπολης και το πριγκιπάτο της Αχαΐας. Αρχικά υπεύθυνος των αυτοκρατορικών
στάβλων.
Contadini: οι κάτοικοι της υπαίθρου.
Curia: βλ. κούρτη.
Γαβαλάδες: βυζαντινή οικογένεια, που έχουν την εξουσία
στη Ρόδο, το διάστημα 1204-1250, ως ανεξάρτητοι ηγεμόνες με δικαίωμα κοπής
νομίσματος.
Γασμούλοι (βασμούλοι): α) γόνοι επιμειξιών ανάμεσα
σε Λατίνους και Ελληνίδες.
β) κατηγορία του αγροτικού πληθυσμού στο δουκάτο του Αιγαίου.
Γλώσσα (lingua): έτσι ονομάζονται οι υποδιαιρέσεις
των Ιωαννιτών ιπποτών με βάση την εθνική τους καταγωγή.
Γονικό: βλ. κουγκέστας φέουδα.
|
Δ |
Δεσποτάτο της Ηπείρου: η ανεξάρτητη
ηγεμονία που ίδρυσε ο Μιχαήλ Α' Άγγελος με έδρα την Άρτα (1205), μετά
την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους.
Δεσπότης της Ρωμανίας: τίτλος που έφερε ο Φίλιππος
του Τάραντα και τον οποίο κληρονόμησε ο γιος του Ροβέρτος του Τάραντα.
|
Ε |
Εκτημόριος (sestiere): ο κάτοχος του
1/6 της Εύβοιας μετά το 1216, όταν ο βενετός βάιλος διαίρεσε το νησί σε
εκτημόρια.
Επικυριαρχικό τέλος: φόρος που κατέβαλλαν οι φεουδάρχες
υποτελείς στον κύριό τους.
|
Θ |
Θεόδωρος Α' Λάσκαρης: ιδρυτής της αυτοκρατορίας της
Νίκαιας. Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους
το 1204 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.
|
Ι |
Ιωαννίτες ιππότες: εκκλησιαστικό στρατιωτικό
τάγμα που ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα, για να καλύψει τις θρησκευτικές και
στρατιωτικές ανάγκες των λατινικών κρατιδίων της Ανατολής. Το 1309 κατέκτησαν
τη Ρόδο όπου παρέμειναν μέχρι το 1522, οπότε το νησί περιήλθε στους Τούρκους.
|
Κ |
Καγκελάριος (cancellarius): αρχιγραμματέας
και σύμβουλος του ηγεμόνα στις λατινικές κτήσεις. Στο Χρονικό του Μορέως
ονομάζεται λογοθέτης.
Καστελλάνος (καστροφύλακας, castellanus): διοικητής
του κάστρου, υπεύθυνος για τη συντήρησή του και για τη φύλαξη των κρατουμένων.
Καταλανική Εταιρεία (almugavares, compagnia): μισθοφορική
ομάδα Καταλανών που κατέκτησε το βουργουνδικό δουκάτο των Αθηνών, μετά
τη μάχη του Ορχομενού της Κωπαΐδας, το 1311.
Κοντόσταυλος: βλ. constabularius.
Kουγκέστας φέουδα: προνομιούχα φέουδα στο πριγκιπάτο
της Αχαΐας που μπορούν να μεταβιβαστούν και σε πλάγιους συγγενείς. Ονομάζονται
και γονικά.
Κούρτη (curia, cour): το συμβούλιο του πρίγκιπα με
δικαστικές αρμοδιότητες. Η μεγάλη κούρτη αποτελούνταν από τον πρίγκιπα,
τους βαρόνους και τους υποτελείς των εξαρτημένων περιοχών, με κύρια αρμοδιότητα
την απονομή "υψηλής δικαιοσύνης", ενώ η μικρή κούρτη με επικεφαλής
το βαρόνο λειτουργούσε στο εσωτερικό κάθε βαρονίας, με αρμοδιότητα την
απονομή "χαμηλής δικαιοσύνης".
Κύρης των Αθηνών (Sire d' Athenes ή Dominus Athenarum): τίτλος
που αποδίδεται στους ηγεμόνες των Αθηνών από τον Όθωνα de la Roche μέχρι
το 1260. Στη συνέχεια αναφέρονται ως δούκες.
Κύριος (seigneur): φεουδαρχικός όρος που αναφέρεται
στο πρόσωπο (ηγεμόνας, φεουδάρχης) στο οποίο ο υποτελής οφείλει υποταγή.
|
Λ |
Licario (Λικάριο): λατίνος ιππότης
της Εύβοιας, ο οποίος πολέμησε στην υπηρεσία του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου
και κατέλαβε την Κάρυστο και πολλά νησιά του Αιγαίου (1264-1280).
Λίζιος (lige): φεουδαρχικός όρος που αναφέρεται
στους υψηλότερα στην ιεραρχία φεουδάρχες.
|
Μ |
Major cocus: αξιωματούχος στη Δύση
υπεύθυνος για τη σίτιση.
Στη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης σημαντικός αξιωματούχος
με στρατιωτικές αρμοδιότητες.
Μαρεσάλος (marescalus): ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος
και με δικαστικές εξουσίες στις λατινικές κτήσεις. Στο Χρονικό του Μορέως
ονομάζεται πρωτοστράτορας.
Massarius, magister massariarum: ανδεγαυικό αξίωμα
με οικονομικές αρμοδιότητες.
Μεγάλος Μάγιστρος (Grand Maitre): επικεφαλής του τάγματος
των Ιωαννιτών ιπποτών, ισόβιος ανώτατος άρχοντας της διοίκησης στη Ρόδο.
Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (+1282): ιδρυτής της τελευταίας
βυζαντινής δυναστείας των Παλαιολόγων. Ως αυτοκράτορας της Νίκαιας νίκησε
το 1259 το λατινικό συνασπισμό στη μάχη της Πελαγονίας και το 1261 ανέκτησε
την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους.
|
Ν |
Ναβαρραίοι (Εταιρεία των Ναβαρραίων): ομάδα
μισθοφόρων που χρησιμοποιείται στα τέλη του 14ου αιώνα στις διεκδικήσεις
που σημειώνονται στις φραγκοκρατούμενες περιοχές και για ένα διάστημα
αποκτά κυριαρχική θέση, κυρίως στο πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Νέο δόμα: όρος που εμφανίζεται στο Χρονικό του Μορέως
και δηλώνει τα φέουδα που μεταβιβάζονται μόνο σε α' βαθμού συγγενείς.
Νοτάριος (notarius): συμβολαιογράφος. Επάγγελμα που
συνήθως ασκούσαν οι Έλληνες στις φραγκοκρατούμενες περιοχές.
Ντουάρι (douaire): το μισό της περιουσίας του φεουδάρχη
που μεταβιβάζεται στη σύζυγο μετά το θάνατό του.
|
Ο |
Ουνιτισμός (Unia): όρος που χρησιμοποιήθηκε
από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, για να δηλώσει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς,
οι οποίοι, μετά το Σχίσμα του 1054, αναγνώρισαν το πρωτείο του πάπα, έχοντας
διατηρήσει την παραδοσιακή ορθόδοξη λατρεία και οργάνωση.
Ομάτζιο, ανθρωπέα, λιζία: φεουδαρχικοί όροι που αναφέρονται
στο Χρονικό του Μορέως, για να δηλώσουν την υποτέλεια (homagium), τη σχέση
δηλαδή μεταξύ του κυρίου (seigneur) και του υποτελούς.
Οφφικιάλιοι (officiales): ανώτεροι αξιωματούχοι της
φραγκικής διοίκησης.
|
Π |
Panetarius: σημαντικός αξιωματούχος
στη Δύση, υπεύθυνος για τη φύλαξη και διανομή του άρτου (panis) στο παλάτι.
Το αξίωμα μεταφέρθηκε και στη λατινική Κωνσταντινούπολη με στρατιωτικές
εξουσίες.
Παρλαμάς (parlement): συνέλευση, συνέδριο, δικαστήριο.
Αναφέρεται στο Χρονικό του Μορέως, για να προσδιορίσει τη συνέλευση των
φεουδαρχών.
Partitio terrarum imperii Romaniae: συνθήκη διανομής
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ των σταυροφόρων και των Βενετών, μετά
την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Πελαγονίας, μάχη: στα 1259 στη μάχη της Πελαγονίας,
πολύ κοντά στην πόλη της Καστοριάς, ολοκληρώθηκε η οριστική επικράτηση
της αυτοκρατορίας της Νίκαιας με τη νίκη του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου απέναντι
στο στρατό του Μιχαήλ της Ηπείρου, η οποία οδήγησε στην ανακατάληψη της
Κωνσταντινούπολης από τον πρώτο. Σ' αυτήν συμμετείχε και ο Γουλιέλμος
Β' Βιλλεαρδουίνος με άλλους φράγκους ηγεμόνες, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν.
Podesta: α) διοικητής του βενετικού τομέα της Λατινικής
Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.
β) διοικητής στις γενουατικές κτήσεις της Ρωμανίας (Γαλατάς και Χίο).
γ) λομβαρδός δικαστής στην Εύβοια.
Πρίγκιπας (princeps): ηγεμόνας του πριγκιπάτου.
Πριγκιπάτο εδαφικό (principaute territoriale): θεσμός
της μεσαιωνικής Δύσης που δημιουργήθηκε μετά τον κατακερματισμό της καρολίδειας
αυτοκρατορίας, στο β' μισό του 9ου αιώνα. Σε αυτό ο πρίγκιπας είχε εξουσίες
δημόσιες (regalia), όπως νομοθετική, διοικητική, στρατιωτική και οικονομική.
Το πριγκιπάτο είναι γνωστό και με την ονομασία δουκάτο, μαρκιονία ή κομητεία.
Primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων): έτσι ονομαζόταν
ο πρίγκιπας της Αχαΐας, η δύναμη του οποίου περιοριζόταν από τους ισότιμους
βαρόνους.
Προβεούρης των κάστρων (pourveur des chastiaux): υπεύθυνος
για την επιθεώρηση και τον ανεφοδιασμό των κάστρων στο πριγκιπάτο της
Αχαΐας. Ο όρος απαντά στο Χρονικό του Μορέως.
Πρόνοια: εκχώρηση από το βυζαντινό αυτοκράτορα "δημοσιακής
γης και δημοσιαρίων παροίκων" σε στρατιωτικό έναντι υπηρεσιών.
Πρωτοβιστιάρης (protoficier, protovestiarius): ο όρος
απαντά στο Χρονικό του Μορέως. Αρχικά υπεύθυνος της ιματιοθήκης, στη συνέχεια
υπεύθυνος για τη διαχείριση των εισοδημάτων του πρίγκιπα της Αχαΐας.
Πρωτόπαπας: ορθόδοξος ιερωμένος που ηγούνταν του ορθόδοξου
ποιμνίου στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, εκλεγμένος από αυτό και με την
υποχρεωτική έγκριση των Λατίνων.
|
Ρ |
Ραβέννικα: κοιλάδα δυτικά της Λαμίας,
στην οποία έλαβαν χώρα οι δύο ομώνυμες συνελεύσεις. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε
το 1209 για να διευθετηθεί το ζήτημα της επανάστασης των ευγενών λομβαρδικής
καταγωγής στο λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης και στην οποία ο Γοδοφρείδος
Α' Βιλλεαρδουίνος αναγνωρίστηκε υποτελής του λατίνου αυτοκράτορα και έλαβε
τον τίτλο του senescalus Romaniae. Η δεύτερη έγινε τον επόμενο χρόνο (1210)
με σκοπό να διευθετηθούν οι εκκλησιαστικές διαφορές στα φραγκικά κρατίδια.
Ρεβεστίζω (investir): ο όρος απαντά στο Χρονικό του
Μορέως. Αναφέρεται στην περιβολή (investitura), τελετή κατά την οποία
ο κύριος παραδίδει το φέουδο στον ευνοούμενό του.
Rector: βενετός αξιωματούχος με πολιτικά και στρατιωτικά
καθήκοντα.
Romania: όρος που χρησιμοποιούνταν από τους Δυτικούς
για να δηλώσει τα εδάφη της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
|
Σ |
Σεργέντης (sergeant): α) ο όρος απαντά
στο Χρονικό του Μορέως και αναφέρεται στους κατώτερους στην ιεραρχία αξιωματούχους
που είχαν φέουδο αλλά δεν ήταν ευγενείς.
β) η τρίτη ομάδα του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών που αποτελούνταν από
γόνους ελεύθερων.
"Σικελικός Εσπερινός": η εξέγερση των κατοίκων
της Σικελίας (1282) εναντίον των Ανδεγαυών. Αποτέλεσμα ήταν η απώλεια
της Σικελίας για τους Ανδεγαυούς, η αποδυνάμωση του Καρόλου Α' και η ματαίωση
της εκστρατείας εναντίον του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου.
Σταυροφορίες: επεκτατικές κινήσεις της παπικής εκκλησίας
για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Σελτζούκους Τούρκους. Είχαν
χαρακτήρα κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό και κυριάρχησαν στη Δύση
από το τέλος του 11ου ως το 14ο αιώνα.
Συνέλευση των κυράδων στο Νίκλι: η συγκέντρωση το 1262
των γυναικών των λατίνων φεουδαρχών που είχαν αιχμαλωτιστεί στη μάχη της
Πελαγονίας (1259). Σ' αυτήν αποφασίστηκε η παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας,
του Μυστρά, της Μάνης, του Γερακίου και της Κινστέρνας στο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο.
Σενεσάλος (Senescalus): σημαντικός αξιωματούχος στη
Δύση με διευρυμένες αρμοδιότητες. Στη λατινική Κωνσταντινούπολη είχε στρατιωτικές
αρμοδιότητες, ενώ ο πρίγκιπας της Αχαΐας έφερε τον τίτλο του σενεσάλου
της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.
Συνήθεια της Βαρκελώνης: το δίκαιο της Αραγονίας που
εφαρμόστηκε με τη μορφή των "Άρθρων" ή "Καταστατικών"
στο καταλανικό δουκάτο των Αθηνών.
Συνθήκη της Σαπιέντζας: συνθήκη που ρύθμιζε τις σχέσεις
του Γοδοφρείδου Α' Βιλλεαρδουίνου και της Βενετίας το 1209. Σύμφωνα με
αυτή: α) ο πρίγκιπας της Αχαΐας γινόταν υποτελής της Βενετίας, η οποία
του παραχωρούσε ως φέουδο την Πελοπόννησο, εκτός από τη Μεθώνη και την
Κορώνη και β) οι Βενετοί αποκτούσαν το δικαίωμα να εμπορεύονται ελεύθερα
στα εδάφη του πριγκιπάτου.
|
T
|
Τιτουλάριος: πρόσωπο που διατηρεί
τον τίτλο αξιώματος, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα άσκησης της εξουσίας.
Τορνέζια (tournois, derniers): νόμισμα μικρής αξίας
που κοβόταν στo νομισματοκοπείο της Γλαρέντζας (σημ. Κυλλήνη), αντίστοιχο
του ανάλογου γαλλικού νομίσματος.
Τριτημόριοι (terzieri): όρος που αναφέρεται στους τρεις
ηγεμόνες της Εύβοιας, αφότου το νησί διαιρέθηκε σε τρεις τριαρχίες (1205).
Τριζουριέρης (θησαυροφύλακας, thesaurarius): υπεύθυνος
του βασιλικού ταμείου και των μισθοδοσιών στο πριγκιπάτο της Αχαΐας. Ο
όρος απαντά στο Χρονικό του Μορέως.
|
Y |
Υπέρπυρο: βυζαντινό χρυσό νόμισμα.
|
Φ |
Φέουδο (fief, φίε): πυρήνας της φεουδαρχικής
οργάνωσης. Αρχικά εκχωρούνταν έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας εφ' όρου ζωής
και αργότερα έγινε κληρονομικό. Το φέουδο (ετήσιο εισόδημα) καθόριζε τον
πλούτο, τη δύναμη και την κοινωνική θέση του φεουδάρχη.
Φλαμουριάρης: σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως ήταν
ο κάτοχος τεσσάρων φεούδων, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να παρέχει στον
πρίγκιπα της Αχαΐας έναν ιππέα και 12 σεργέντες.
|
Χ |
Χλεμούτσι (Clermont, Castel Tornese): φρούριο
στην Πελοπόννησο που κτίστηκε από το Γοδοφρείδο Β' Βιλλεαρδουίνο με χρήματα
που ανήκαν στη Λατινική Εκκλησία, προκαλώντας την αντίδρασή της, σύμφωνα
με το Χρονικό του Μορέως.
Χρονικό του Marino Sanudo (Istoria del Regno di Romania): η
ιστορία των φραγκικών κρατών της Ρωμανίας, γραμμένη στο διάστημα 1326-1333
από το βενετό Marino Sanudo Torsello.
Χρονικό του Μορέως: χρονικό ανωνύμου, πιθανόν γασμούλου,
του 14ου αιώνα. Σώζεται σε τέσσερις γλωσσικές παραλλαγές (ελληνική, αραγονική,
ιταλική και γαλλική) και αποτελεί σημαντική πηγή για τη φεουδαρχική οργάνωση
του πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Χρονικό του Ramon Muntaner: καταλανικό χρονικό που
αναφέρεται στην εκστρατεία των Καταλανών στη Ρωμανία στις αρχές του 14ου
αιώνα.
Χρονικό των Τόκκων: χρονικό ανωνύμου, σημαντική πηγή
για τον Κάρολο Α' Tocco και την εποχή του.
|