Μετά τα Δεκεμβριανά
"Ανεβαίνω το μεγάλο δρόμο που αρχίζει στην Ομόνοια, βλέπω, βλέπω και δεν αντέχω, τα μάτια μου γεμίζουν
δάκρυα. [...] Όλο ανεβαίνω κι ενώ θέλω γρήγορα να φτάσω, κάθε τόσο στέκω. Μου φωνάζουν τα σπίτια που έχουν
τις πιο πολλές ζημιές και με καλούν να τα θρηνήσω, να κλάψουμε μαζί τη συμφορά τους. [...] Είναι πολύς ακόμα
ο δρόμος. Και καθώς δε φαίνεται ούτε τραμ ούτε αυτοκίνητο, θα τον κάνω όλο με τα πόδια. Έτσι θα δω ένα μεγάλο
κομμάτι από το καταπληγωμένο κορμί της Αθήνας, σε γειτονιές και σε κεντρικούς δρόμους, και θα καταλάβω πόσο
άγριος πόλεμος έγινε στις τριαντατρείς μέρες που ήμαστε κλεισμένοι και απομονωμένοι και δεχόμαστε μόνο τον
απόηχο της μάχης. [...] Στέκω κάθε τόσο, κοιτάζω και ξανακοιτάζω σαν να θέλω να κάνω καταγραφή της συμφοράς,
κι εδώ κι εκεί δεν καταλαβαίνω πού βρίσκομαι. Έχουν πέσει, έχουν ανατιναχτεί δυο και τρία σπίτια στη σειρά,
άλλαξε ο δρόμος, δεν είναι ο δρόμος που ήξερα. [...] Η Αθήνα μοιάζει με πρόσωπο τόσο παραμορφωμένο από τις
πληγές που δυσκολεύεσαι να το αναγνωρίσεις. [..] Από δρόμο σε δρόμο συνηθίζω τη συμφορά και δεν ψάχνω πια
για υπεύθυνους και για ενόχους. [...] Κατεβαίνω, όλο κατεβαίνω στους δρόμους, εκεί όπου το μίσος έγινε ο
πιο μεγάλος όλεθρος. Λείπουν ολόκληρα σπίτια κι ο δρόμος φαίνεται ανοιχτό, ξεδοντιασμένο στόμα, εδώ χύθηκε
το πολύ αίμα. Και λίγο παρέκει, στη μικρή πλατεία, που είναι κοντά στο σπίτι μας, οι πρώτοι σταυροί.
Ανάμεσα στα περιβολάκια της πλατείας, στη λίγη τους πρασινάδα και στο πολυσκαμμένο χώμα τους, τρεις σταυροί
και τρία ονόματα. [...] Ήταν πριν από λίγες μέρες τρία ψηλά-ψηλά κυπαρισάκια, και τώρα είναι τρεις φτωχικοί
ξύλινοι σταυροί λίγους πόντους απάνω από τη γη, σ' ένα από τα πρόχειρα νεκροταφεία, σ' ένα από τα νεκροταφεία
του πολέμου και της ανάγκης"
(Πέτρος Χάρης, Ημέρες οργής (Δεκέμβρης 1944), Αθήνα, Εστία, 1992, σ. 402-405)
|