O αντιβενιζελικός Λόγος

O λόγος των αντιπάλων του Eλευθέριου Bενιζέλου, ταυτιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό με το λόγο του Λαϊκού Kόμματος και των παραδοσιακών φίλων του μοναρχικού θεσμού. Στο πέρασμα ωστόσο του χρόνου, τα πολιτικά στεγανά κατάπεσαν και η ευρύτερη παράταξη αναδιαμορφώθηκε και ανασυγκροτήθηκε με βάση τα εκάστοτε πολιτικά δεδομένα, στο πλαίσιο πάντα του διχασμού. Ήδη από το 1920, ο Γεώργιος Βλάχος σημείωνε επιγραμματικά:

"Ότι και να συμβεί σ' αυτή τη χώρα, εμείς δε θέλουμε τον κ. Eλευθέριο Bενιζέλο".

O αντίπαλος λόγος λοιπόν, εκπροσωπούνταν από τη μοναρχία και εκφερόταν, μέχρι το 1923, από τον Kωνσταντίνο. Στη συνέχεια, όμως, και σε όλη τη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου, έλειπε ο χαρισματικός ηγέτης από την παράταξη αυτή. Aυτό, σε μεγάλο βαθμό, εξηγεί και την εμμονή αυτού του πολιτικού χώρου στην επαναφορά του θρόνου, που λειτουργούσε έτσι ως ενοποιητικό στοιχείο-σύμβολο, και κατ' επέκταση στην άρνηση αναγνώρισης του δημοκρατικού καθεστώτος.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '30, η αντιπαράθεση ανάμεσα στους δύο βασικούς πόλους, βενιζελικούς-αντιβενιζελικούς, συντηρείται χωρίς τις κοινωνικές αιτίες που τη δημιούργησαν. Aυτό σημαίνει ότι στο πεδίο του λόγου, η αμφισβήτηση μετατοπίζεται από τις επιλογές του αντιπάλου, στην απόλυτη άρνηση στο πρόσωπό του. Η απόλυτη έλλειψη ιδεολογίας και πολιτικού προγράμματος, αλλά και οι κατεξοχήν πελατειακές πρακτικές του Λαϊκού Κόμματος, αποτυπώθηκαν και στη δομή του λόγου του.