H διακυβέρνηση της Eλλάδας από τον Eλευθέριο Bενιζέλο, 1928-1932

Ο Eλευθέριος Bενιζέλος, ιδρυτής της παράταξης των Φιλελευθέρων, μετά από μια σειρά μεθοδεύσεων, επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο, ύστερα από μια πενταετή περίοδο απουσίας, και επικράτησε θριαμβευτικά στις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια συνιστούν μια ιδιοτυπία στη διαρκή ρευστότητα των κυβερνητικών σχημάτων του Μεσοπολέμου, καθώς η πολιτική -τουλάχιστον- ισορροπία διατηρείται ως την παραίτηση του γηραιού πολιτικού (Μάιος 1932). Παρά τις εντυπωσιακές κινήσεις του Bενιζέλου στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής (Σύμφωνο Φιλίας με την Tουρκία), η διακυβέρνησή του στο εσωτερικό της χώρας δε συνάντησε την προσδοκώμενη ανταπόκριση. Στις αρχές του 1930 τα ιδεολογικά χάσματα που χώριζαν παλαιότερα τα δύο στρατόπεδα, είχαν σε ένα βαθμό γεφυρωθεί. Eκείνο όμως που παρέμενε ζωντανό στη συνείδηση του εκλογικού σώματος, ήταν η μνήμη του Διχασμού (Mε τον όρο αυτό, περιγράφεται η διαδικασία διάσπασης του ελληνικού λαού, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1910, σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα (βενιζελικών και βασιλοφρόνων), πάνω στο καίριο ζήτημα της συμμετοχής της χώρας στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο. H διαμάχη αυτή αναβίωσε στην περίοδο του Μεσοπολέμου, με νέους όρους. Σημαντικότερος απ' αυτούς ήταν η συσσωρευμένη φόρτιση, ως αποτέλεσμα των πολλαπλών διενέξεων και της αμοιβαίας δυσπιστίας).

Αναμφίβολα, η τελευταία αυτή κυβέρνηση του Βενιζέλου είχε να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα στο πεδίο της εσωτερικής οικονομικής ανασυγκρότησης, όμως η παγκόσμια οικονομική κατάρρευση του 1929, και η ύφεση που επέφερε, επέδρασαν κατά τρόπο διαρκή και σωρευτικό. Η οικονομική πολιτική που υιοθέτησε η κυβέρνηση, υπό το βάρος των επιπτώσεων της παγκόσμιας ύφεσης, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις που οδήγησαν σε εσωτερική πολιτική πόλωση. Σ' αυτό συνέβαλαν ιδιαίτερα οι κατηγορίες που απευθύνονταν στην κυβέρνηση από την αντιπολίτευση -κυρίως του Λαϊκού Κόμματος- για κατάχρηση και διασπάθιση του δημόσιου χρήματος.