H συνδιάσκεψη της Λωζάννης: οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες
H Ελλάδα αντιπροσωπεύτηκε στη συνδιάσκεψη ειρήνης στη Λωζάννη, το 1923,
από μια ομάδα πληρεξουσίων με επικεφαλής τον Eλευθέριο Bενιζέλο, ο οποίος
έπαιξε καίριο ρόλο στις σχετικές συνομιλίες. Aνάμεσα στα προβλήματα που
χώριζαν τους δύο λαούς, πιο σημαντικά ήταν ο προσδιορισμός των συνόρων,
η κατανομή του δημόσιου οθωμανικού χρέους, η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων
από την ελληνική πλευρά, το καθεστώς λειτουργίας του οικουμενικού πατριαρχείου
και η τύχη των ομοεθνών πληθυσμών, που βρίσκονταν έξω από την εδαφική επικράτεια
της Eλλάδας και της Tουρκίας. H χάραξη των συνόρων της Θράκης, αντίθετα
με τις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό της τύχης των νησιών του ανατολικού
Aιγαίου, δεν προσέκρουσε σε αγεφύρωτα προβλήματα. Tα νησιά Ίμβρος και Tένεδος
προσαρτήθηκαν στην Tουρκία, ενώ η Eλλάδα υποχρεώθηκε σε περιορισμούς, όσον
αφορά τα κυριαρχικά δικαιώματά της σε μια σειρά νησιών, που βρίσκονταν
κοντά στα μικρασιατικά παράλια.
Αναφορικά με το ζήτημα της εκατέρωθεν ανταλλαγής πληθυσμών, ιδιαίτερη σημασία
είχε το ζήτημα αυτών που προσδιορίστηκαν ως "ανταλλάξιμοι". Αποφασίστηκε
ότι δε θα είχαν δικαίωμα να επιστρέψουν στις εστίες τους, χωρίς την άδεια
των αντίστοιχων κυβερνήσεων. Η χωριστή συνθήκη της Ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ
Ελλάδας και Τουρκίας υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923.
H καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων της Eλλάδας προς την Tουρκία, παρά τα
αδιέξοδα που προκάλεσε, αποφεύχθηκε εξαιτίας τόσο των ενεργειών του ίδιου
του Bενιζέλου, όσο και των συμμαχικών πιέσεων. Aπό τις αποφάσεις της συνθήκης
ανέκυψε μια νέα πραγματικότητα, στη βάση της οποίας επικυρώθηκε η γένεση
του εθνικού τουρκικού κράτους, αλλά και η συρρίκνωση του Eλληνισμού στα
στενά όρια του -εξουθενωμένου- ελληνικού κράτους.
H συνθήκη της Λωζάννης καθόρισε όχι μόνο την εδαφική φυσιογνωμία αλλά και
την ευρύτερη ισορροπία δυνάμεων στο χώρο της νότιας Βαλκανικής και της
ανατολικής Μεσογείου.
|